«Το Μάη Κώστας γεννήθηκε,
το Μάη παίρνει γυναίκα,
το Μάη τον ήρθε μήνυμα
να πάει στο σεφέρι………»
Με τους στίχους αυτού του πασχαλινού και, παραλλήλως, μαγιάτικου τραγουδιού της κοινότητας Ξυνονερίου αρχίζει το φετινό μικρό αφιέρωμα στον εορτασμό της πανήγυρης μιας μικρής δυτικοθεσσαλικής κοινότητας, αγραφιώτικης και ημιορεινής από πολιτισμικής άποψης ως προς την ταυτότητά της, μιας πανήγυρης, με ιδιόμορφα αλλά, συνάμα, και με κοινά στοιχεία με την ευρύτερη θεσσαλική περιοχή. Και είναι το συγκεκριμένο τραγούδι επισφραγιστικό αυτού του εορτασμού καθώς και της ταυτότητας, τραγούδι χαρακτηριστικό του διπλού χορού των ημιορεινών οικισμών ή των οικισμών στα «ριζά», στα ριζώματα των απολήξεων των υπωρειών των Αγράφων, από την περιοχή του Ταμασίου έως αυτή του Μουζακίου, της πασχάλιας και μεταπασχάλιας περιόδου.
Το τραγούδι, μάλιστα, είναι ένα από τις λεγόμενες «παραλογές», ενός είδους των δημοτικών τραγουδιών, με παρουσία σε όλες τις περιοχές του Ελληνισμού, τις μεγάλες δραματικές, ως επί το πλείστον, ή ερωτικές αφηγηματικές ιστορίες, με μεγάλη διάδοση στα υστεροβυζαντινά χρόνια και με καταγωγή από την αρχαιότητα, το οποίο στην έκδοση του Αντώνιου Μανούσου, με τίτλο «Τραγούδια Εθνικά», του έτους 1850, τιτλοφορείται ως «Η Άσπλαχνη Πεθερά», ενώ στις περισσότερες καταγραφές των ερευνητών, καταγραφέων και συλλεκτών τραγουδιών από τη Θεσσαλία ως «Το Μάη Κώστας γεννήθηκε» και ελάχιστες φορές ως «Η κακιά πεθερά». Μάλιστα, η παραλλαγή από τη συγκεκριμένη κοινότητα είναι από τις πιο μακροσκελείς και με ομοιότητα μόνο μ’ αυτές των ριζών, ημιορεινών και ορεινών χωριών των Θεσσαλικών Αγράφων{(Πορτίτσας, Πύργου Ιθώμης, Καππά, Χάρματος, Αμυγδαλής, Πευκόφυτου, Ελληνόπυργου, χωριά Αργιθέας, Μουζακίου κ. α.)(ενδεικτική βιβλιογραφία, Φώτης Κακκάβας, 1993: σ. 8, Σύλλογος Πυργιωτών ?Βασίλισσα Ιθώμη„, 1986: σ. 11, Πολύκαρπος Αντωνίου Αθ., 2007: σσ. 121 – 122, Δημήτριος Καλτσούλας, Σ. 1996: σ. 43). Οι υπόλοιπες παραλλαγές του τραγουδιού στον πεδινό χώρο και στα χωριά των ριζωμάτων, αν και έχουν την ίδια ονομασία ή τον τίτλο ή, ως δεύτερο στίχο, τον «Ο Κώστας το Μάη αμπέλι φύτευε», σταματούν στη στρατολόγηση του Κώστα ως στρατιώτη ή ως φαντάρου, όπως στον Κέδρο Καρδίτσας(Λαογραφικός Χορευτικός Όμιλος Κέδρου Καρδίτσας, 1988: σ. 86) και καταγράφηκε από τον γράφοντα σε πολλά χωριά της πεδιάδας της Καρδίτσας, όπως για παράδειγμα στο Αρτεσιανό(π. Πιτσαρί) Καρδίτσας, ή συμφύρονται με άλλα θέματα, όπως γίνεται με αυτό από την Κρανιά Καρδίτσας, με τον τίτλο «Ο Κωνσταντάκης», όπου υπάρχει συμφυρμός με αυτό του τραγουδιού «Ο μισεμός του παλληκαριού»( Δημοτικό Σχολείο Κρανιάς – Αγίων Αναργύρων, Νηπιαγωγείο Κρανιάς Καρδίτσας & Αστέρης Χαλάτσης, Ιωάννης Ανυφαντής και Μινέρβα Αντωνίου, Αργυρώ Σπυρίδωνος, 2003: σσ. 26 – 27).
Στην κοινότητα του Ξυνονερίου ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στην μνήμη του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, αρχιεπισκόπου του εν Μύροις της Λυκίας, από την περίοδο, που οι κάτοικοί του μετακινημένοι από την ημιορεινή περιοχή του παλαιού οικισμού, – γνωστού στην προφορική παράδοση ως «Μεγάλου Πιροσίου, Μικράς Πορτίτσας ή και Πορτής» αλλά και στις γραπτές πηγές ως «Μεγάλου Πιροσίου(Buyuk Piros)» και ως παλαιότερου ονόματος αυτό της «Μικρής Πορτίτσας(Ku?uk Porti?a)», με παράλληλη χρήση στις Οθωμανικές πηγές από τους χριστιανούς ελληνόφωνους κατοίκους του οικισμού, ήδη, από την Οθωμανική απογραφή του 1454/1455 στην απογραφή του 1506, με διαλυμένους οικισμούς στην περιφέρεια του οικισμού, όπως Επισκοπιανή, Επισκοπάτη, Επισκοπιανό(«Ku?uk Porti?i nam-i diger Piros»)(Levent Kayapinar & Κώστας Σπανός, 2016: σσ. 273 – 286 και, ειδικότερα, στις σσ. 275, 276, 281, 282, 293, όπου: Μικρή Πορτίτσα(Kucuk Portitsa άλλο όνοµα Perus). ?ιαλυµένος οικισµόςστην περιοχή της Πορτίτσας, ο οποίος πιθανόν συγχωνεύθηκε µε την Πορτίτσα(λανθασμένα, εδώ, γιατί δεν είχε πληροφορηθεί για το προηγούμενο όνομα του οικισμού Ξυνονερίου από τους κατοίκουε), µε 81πλήρεις οικογένειες, 14 χηρών και 8 ενήλικους άγαµους. Κοντά της, υπήρχε ο εγκαταλειµµένος οικισµός PuskoPeyano,& Κώστας Καμπουρίδης, 2009: σσ. 138, 695, 810, και σε όλο το βιβλίο, με πράξεις, που αναφέρονται στη σ. 695) και με πληθυσμιακή επίρρωση από εθνοτικές ή πολιτιστικές ομάδες της Θεσσαλικής ενδοχώρας και της περιοχής των Αγράφων, εγκαθίστανται στις «τουρκικές(«τούρκικες») αποθήκες, κατά τη χωρική ονομασία, ή σαρτάρες, κατά την ευρύτερη θεσσαλική ορολογία», – αποθήκες του «κονακιού», μεγάλου πυργόσχημου σπιτιού, ιδιοκτησίας του Ζουλευκάρ μπέη(Zulefkar-bey), απ’ όπου παίρνει και το όνομά του ο νέος οικισμός, μετά από πρόσκληση του ίδιου προς τους κατοίκους για να εργαστούν στα κτήματά του.
Και συμπίπτει, ακριβώς, με την μετακίνηση του πληθυσμού από τα ημιορεινά ή τα ορεινά ή, ακόμη, και από διπλανούς οικισμούς, που οι κάτοικοι εγκαταλείπουν, και που λαμβάνει χώραν στην περιοχή της Βαλκανικής κατά τον 19ο αιώνα, επιρρώνοντας το εργατικό και πληθυσμιακό δυναμικό των πιο πεδινών περιοχών και τσιφλικιών και στην περιοχή της Θεσσαλίας και δεν είναι, μόνο, Θεσσαλικό φαινόμενο ή, μόνο, κάποιας πληθυσμιακής ομάδας, αλλά του χώρου και του χρόνου, όπου αυτό οργανώνεται και αναπτύσσεται. Και, μάλλον, γι’ αυτό στην αρχική φάση ίδρυσης του οικισμού η εκκλησία δεν βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, όπως παρατηρείται σε άλλες κοινότητες, οι οποίες οργανώνονται γύρω από τον κεντρικό ναό και, κυρίως, να παρατηρείται το φαινόμενο οι κάτοικοι να εγκαθίστανται γύρω απ’ αυτόν και πολλές φορές, μάλιστα, σε κτίσματα της εκκλησίας ή κάποιας διαλυμένης μικρής Μονής, στα «βακούφ?(ι)κα», όπως λέγονται στην τοπική διάλεκτο.
Γι’ αυτό και οι κάτοικοι, όταν μιλούν και λένε «το χωριό», εννοούν τα σπίτια τα οποία βρίσκονται γύρω από την σημερινή πλατεία του οικισμού και τα οποία ευρίσκοντο οι βοηθητικές οικίες και οι αποθήκες του «κονακιού», του κύριου σπιτιού, το οποίο δέσποζε στην περιοχή και που αποτελούσε την κατοικία του τοπικού άρχοντα – ιδιοκτήτη της περιοχής και το κέντρο ελέγχου της μικροτοπικής οικονομίας και της διασφάλισης της τάξης. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι, που κατοικούν σε σπίτια, τα οποία προεκτείνουν τον οικισμό, λένε ότι «κάτι γίνεται μέσα ή θα πάμε στο χωριό». Και είναι και ένα όριο της εγκατάστασης των αρχικών οικογενειών και αυτών, που πυκνώνουν τον αριθμό των οικογενειών του οικισμού, που εγκαθίστανται, παράλληλα ή μεταγενέστερα. Και γι’ αυτό η εκκλησία κτίστηκε σ’ ένα χώρο έξω από το χωριό, ο οποίος ήταν ως ένα σημείο με πυκνή, αυτοφυή και αρχέγονη βλάστηση, συνήθης πρακτική για την περίοδο εκείνη, συνεχίζοντας μια μακραίωνη παράδοση οικοδόμησης των εκκλησιών σε χώρους με βλάστηση ή με δένδρα.
Η εκκλησία αυτή οικοδομείται μετά τη συγκρότηση του οικισμού, ίσως, πριν, γύρω και μετά το 1850 έως και το 1870. Οι μεταγενέστερες δεσποτικές ή εικόνες του τέμπλου φέρουν επιγραφές και χρονολογίες αυτής της περιόδου, ενώ εκείνη του Αγίου Νικολάου αναφέρει και το όνομα του αγιογράφου που δεν ήταν άλλος από τον Μαργαρίτη Μακρυν(ι)τσιώτη, ο οποίος κυριαρχεί στην γύρω περιοχή και, ιδιαιτέρως, στην αγιογράφηση φορητών δεσποτικών ή μη εικόνων στην περιοχή της Καρδίτσας εκείνης της περιόδου, με έργα του από εκκλησίες, που ανοικοδομούνται ή επισκευάζονται ή ανακατασκευάζονται ή επεκτείνονται, χάρη στα προνόμια της περιόδου του Τανζιμάτ, των Μεταρρυθμίσεων, δηλαδή, στη Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1845 έως το 1870. Η επιγραφή, στα αριστερά, και από το μισό και ως το κάτω άκρο της εικόνας, της δεσποτικής και της περιφοράς έχει ως εξής:«χείρ Μαργαρίτου Μακριντσιώτου, 1862″.
Η παλαιότερη μορφή της εκκλησίας ήταν εκείνη των δρομικών βασιλικών μετά τρούλου, συνήθης τρόπος οικοδόμησης για τις εκκλησίες της περιόδου εκείνης στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων και της Θεσσαλίας, γενικότερα Η προφορική μνήμη αναφέρει ότι μεταφέρθηκαν, ακόμη, και πέτρες με το κάρο από την παλιά εκκλησία, που ευρίσκετο ο εγκαταλειμμένος οικισμός. Μάλιστα, μία πέτρα από αυτές τοποθετήθηκε στον αύλειο χώρο της εκκλησίας και, αφού καλύφθηκε με μάρμαρο χάριν εξωραϊσμού, χρησιμοποιείται για το ύψωμα των άρτων. Όπως έγινε και για κάποιες από τις παλιές εικόνες του τέμπλου, όπως των «λυπηρών», της σειράς των Αποστόλων και του Δωδεκαόρτου, οι οποίες μεταφέρθηκαν από την παλιά εκκλησία καθώς και από το μικρό μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου του εγκαταλειμμένου οικισμού στα ανατολικά και νοτιοδυτικά του χωριού.
Η εκκλησία λόγω των σεισμικών δονήσεων ανακαινίστηκε το 1950, το 1954 – 55, ενώ από το 1973 – 74 αποκτά τη σημερινή της μορφή, με ανοικοδόμηση εκ βάθρων. Το καμπαναριό κτίστηκε την ίδια περίοδο, με την οικοδόμηση της εκκλησίας, και ανακαινίζεται και στις τρεις χρονικές περιόδους. Σήμερα, η εκκλησία βρίσκεται σε φάσης επέκτασης και ανακαίνισης, με πρωτοβουλία του τότε εκκλησιαστικού συμβουλίου και του αειμνήστου ιερέα, π. Βασιλείου Παπανικολάου, καθώς και του παρόντος εκκλησιαστικού συμβουλίου και του προέδρου του, π. Κωνσταντίνου Παπανικολάου, ενώ πραγματοποιήθηκαν και τα εγκαίνια της εκκλησίας, τον Οκτώβριο του 2018(12 – 13 Οκτωβρίου), από τον σεβασμιώτατο μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος & Φαναριοφερσάλων, κ. κ. Τιμόθεο
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου εορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου αλλά το πανηγύρι πραγματοποιείται στις 20 Μα?ου κατά παλαιά παράδοση, αν και κατά την προφορική μαρτυρία της κ. Φωτεινής Νικολάου, το γένος Φιλίππου, στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αυτό ετελείτο στις 5 και 6 Δεκεμβρίου ή και τότε, πάλι κατά μαρτυρία της ιδίας, και λόγω πρακτικών αναγκών αυτό μετακινήθηκε, αφού ο καιρός δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση πανηγυριών καθώς και τις μετακινήσεις και επισκέψεις. Ο Άγιος Νικόλαος στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα θεωρείται ως προστάτης άγιος των κτηνοτρόφων και της κτηνοτροφικής ζωής εν γένει, στην οποία οι κάτοικοι του οικισμού επεδίδοντο περισσότερο στο παρελθόν. Μάλιστα, η κατοχή και η εκτροφή ζώων θεωρείται από την κοινότητα και, ιδιαίτερα, παλαιότερα ως ένδειξη πλούτου Είναι από τα πιο παλιά πανηγύρια, τα οποία τελούνται στην γύρω περιοχή χωρίς καμία διακοπή.
Από τη συγκεκριμένη κοινότητα επηρεάστηκε και η γειτονική κοινότητα του Γεωργικού, η οποία τελεί το πανηγύρι της την ίδια ημερομηνία, το οποίο οφείλεται στην μη ύπαρξη ναού στην κοινότητα του Γεωργικού έως το 1902 – 1905, που ανοικοδομείται ο παλαιός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο. Κατά την προφορική παράδοση ως το 1905 οι κάτοικοι του Γεωργικού εκκλησιάζονται στο ναό του Αγίου Νικολάου Ξυνονερίου και ενταφιάζονται στο παλιό κοιμητήριο αυτού, αφού πρώτα ο ιερέας θα διάβαζε την εξόδιο ακολουθία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τους νεκρούς τους μετέφεραν από το Γεωργικό στο Ξυνονέρι με κάρα ή με «αραμπάδες», το οποίο πρώτος ο γράφων το διέσωσε από τις προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων και βάσει αυτής της πρώτης έκδοσης των προφορικών μαρτυριών, κατόπιν επιτόπιας έρευνας, στο πρώτο άρθρο του γράφοντος το χρησιμοποίησε και ο συγγραφέας Γιάννης Βούζας στο βιβλίο του για το Γεωργικό, με τίτλο «Γεωργικό ή Τσαούσι του χθες», με επιβεβαίωση και των κατοίκων της γειτονικής κοινότητας του Γεωργικού(Ιωάννης Βούζας, 2010: σ. 15). Οι κάτοικοι σήμερα με ευθύνη του Μορφωτικού Συλλόγου πραγματοποιούν το πανηγύρι την παραμονή της εορτής, με διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις.
Το πανηγύρι του Αγίου Νικολάου για τη κοινότητα Ξυνονερίου ακολουθεί την τυπολογία εορτασμού των θεσσαλικών πανηγυριών. Μετά τη Θεία Λειτουργία οι κάτοικοι χόρευαν έξω από την εκκλησία «στα δένδρα» κοντά στη βρύση, πρώτα με το «στόμα» και έπειτα με τα όργανα, μαζί με τους συγγενείς, φίλους και φιλοξενούμενους, «παν’(γ)γυριώτες» κατά το τοπικό ιδίωμα,, τους οποίους μετά έπαιρναν στα σπίτια τους για να τους φιλοξενήσουν -«φιλέψουν» κατά το τοπικό ιδίωμα-, προσφέροντας τους εορταστικό γεύμα, με δύο ή τρία φαγητά, τα οποία ετοίμαζαν οι νοικοκυρές στα σπίτια τους από το πρω? με μαστοριά και μεράκι για τη μεγαλύτερη ικανοποίηση των επισκεπτών τους. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας πριν τον εσπερινό, που θα τελούσαν στην εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, πραγματοποιούσαν λιτανεία της εικόνας του Αγίου Νικολάου-«λιτάνευση της αγίας εικόνας», κατά το τοπικό ιδίωμα,- ως το κέντρο της πλατείας, κυκλικώς, όπου θα σήκωναν το «ύψωμα» προς τιμή του Αγίου.
Τα «ύψωμα» είναι η ακολουθία της αρτοκλασίας, όπου έβαζαν πρόσφορα ή κουλούρες(«κ’λούρες»), σιτάρι και κρασί, τα «ύψωναν» ή τα «σήκωναν» οι ιερείς ευλογώντας τα πάνω στην εικόνα του Αγίου Νικολάου ενώ οι πιστοί έπαιρναν ευλογία με το άγγιγμα των αμφίων των ιερέων, ακουμπώντας ο ένας με το χέρι του πάνω στην πλάτη του άλλου, αν δεν έφθαναν να ακουμπούν τον ιερέα, και τα οποία στη συνέχεια τα μοίραζαν σε όλους. Σήμερα, η λιτανεία πραγματοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και στο παρελθόν, ενώ ο καιρός, όταν δεν το επιτρέπει, γίνεται μέσα στην εκκλησία ή γύρω απ’ αυτή, και έπειτα σηκώνουν το ύψωμα, που σήμερα είναι και το ύψωμα με σιτάρι βρασμένο, πρόσφορα και κρασί αλλά και κουλούρες, μεγάλα ψωμιά, με γλυκιά γεύση. Η επίδραση αυτή και η πιστή τήρηση αυτού του ίδιου τυπικού τέλεσης της περιφοράς της εικόνας το απόγευμα, ανήμερα της εορτής και πριν την τέλεση του εσπερινού του αγίου της άλλης ημέρας, επιδρά και στον τρόπο τέλεσης της περιφοράς της εικόνας ανήμερα της εορτής και στην κοινότητα της Κρύας Βρύσης κατά τον εορτασμό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου, παλαιόθεν, συμμετείχαν και οι κάτοικοι του Ξυνονερίου.
Και οι ιερείς προήρχοντο από την κοινότητα του Ξυνονερίου αλλά και οι, και κυρίως, οι κάτοικοι από την παραπάνω κοινότητα τελούσαν την πανήγυρη καθώς και χόρευαν, με τη συμμετοχή, βεβαίως, και των κατοίκων της Κρύας Βρύσης στον εορτασμό της πανήγυρης στήνοντας τριπλό χορό, με τις γυναίκες σε δύο κύκλους, εξωτερικώς, «απέξω», κατά την τοπική ορολογία, και τους άνδρες σε έναν κύκλο, εσωτερικώς, «από μέσα», και χορεύοντας στην αρχή, τραγουδώντας, «με το στόμα» και αντιφωνικώς, και, αργότερα, με το τραγούδι των τραγουδιστών κάποιας τοπικής οργανικής ορχήστρας. Πάντως, η μη επιτέλεσή της περιφοράς της εικόνας ανήμερα της εορτής ή οι προσπάθειες για αλλαγή της ημέρας «λιτάνευσης», ακόμη, και εκ μέρους ανώτερων κληρικών, οι οποίοι δεν γνώριζαν το τοπικό εκκλησιαστικό τυπικό, -και, μάλιστα, το ορθό και από παλιά τελούμενο-, κατά τη λαϊκή αντίληψη και ομολογία, είχε αρνητικές επιπτώσεις, με συνέπεια να επέρχεται ξανά ισορροπία μόνο με την επαναφορά τέλεσης της περιφοράς την ίδια ημέρα
Μετά επέστρεφαν στην εκκλησία και συνέχιζαν τον εσπερινό προς τιμή του Αγίου Κωνσταντίνου. Αφού η εκκλησία τελείωνε, «σχόλαζε» στο τοπικό ιδίωμα, οι γυναίκες, παλαιότερα και, σύμφωνα, με ορισμένες μαρτυρίες και,, με το έθος εορτασμού του απογεύματος της τρίτης μέρας του Πάσχα, πιασμένες από τα μπράτσα και ακολουθώντας τις οι άνδρες θα πήγαιναν τραγουδώντας και χορεύοντας χωρίς τη συνοδεία οργάνων τους πηδηχτούς χορούς, που έπαιρναν το όνομά τους από το τραγούδι, «Έγειρε ο ήλιος, έγειρε…» και «Ναούμης πάει στη Φλώρινα…» στην πλατεία του χωριού, όπου θα συνέχιζαν τον χορό. Πολλοί κάτοικοι και επισκέπτες από τα γύρω χωριά και, ιδιαίτερα, από την Κρύα Βρύση, τους περίμεναν στην πλατεία, αφού δεν επέστρεφαν στην εκκλησία μετά το τέλος του υψώματος.
Να υπενθυμίσουμε, όμως, ότι κατά την παλαιότερη μορφή το πανηγύρι λάμβανε χώρα όχι στην πλατεία αλλά στα «δένδρα» έξω από την εκκλησία, με προετοιμασίες, παλαιότερα, των κατοίκων και έπειτα των καταστηματαρχών και με ορχήστρα, που την πλήρωναν αυτοί ή οι οικογένειες αυτών, που θα χόρευαν μπροστά κατά την παλαιά παράδοση και που συνεχίζεται σε ορισμένα θεσσαλικά χωριά, ακόμη, και σήμερα. Όπως, ότι κατά τα τελευταία χρόνια το πανηγύρι άρχιζε από την παραμονή της εορτής στα μαγαζιά, στην πλατεία, και με δική τους προετοιμασία και ορχήστρα γι’ αυτή την ημέρα, χωρίς, όμως, εθιμική βάση και ιδιαίτερη αποδοχή. Μάλιστα, δε και στα δένδρα οι άνθρωποι έδεναν τα ζώα τους και το κάθε δένδρο ή συστάδα τους ήταν σε χρήση από συγκεκριμένη οικογένεια, όπου εκεί, στο δικό τους δέντρο, και οι ίδιοι αλλά και οι επισκέπτες – φιλοξενούμενοί τους θα έδεναν τα ζώα τους.
Οι γυναίκες και, παλαιότερα, και οι άνδρες θα χόρευαν τα παραδοσιακά τραγούδια της κοινότητας και, ειδικά, τα «μαϊάτικα», κατά την προφορική παράδοση, το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία έξω από την εκκλησία για λίγο, «ένα σχοινάκι», όπως λέγεται, τοπικώς, δηλαδή για λίγο και για το καλό, όπως το «Το Μάη Κώστας γεννήθηκε…», το «Τώρα είναι Μάης και άνοιξη», ακόμα, και τα θηλυκωτά(«θ΄λυκωτά») του Πάσχα, αν το πανηγύρι ευρίσκετο μέσα στην πασχαλινή περίοδο των σαράντα ημερών. Κατά τη μαρτυρία της κας Φωτεινής Φιλίππου ο χορός λάμβανε χώρα, μετά την τέλεση του εσπερινού, παλαιότερα, μόνο ή, κυρίως, και, μετά, με τα όργανα, και, έπειτα, και το πρωί. Το πρώτο τραγούδι «Το Μάη Κώστας γεννήθηκε…» αποτελεί μία θεσσαλική παραλλαγή του τραγουδιού του ακριτικού κύκλου, το οποίο είναι και χορός, όπως συμβαίνει στην περιοχή της Θεσσαλίας,», και το οποίο χαρακτηρίζεται ως θηλυκωτό(«θ’λυκωτό»), αφού η λαβή των χορευτών είναι από τους αγκώνες και τις παλάμες των χεριών, οι οποίοι θηλυκώνουν(«θ’λυκώνουν), δένουν τους χορευτές, τον έναν με τον άλλον, ως «θηλειά», τους «κουμπώνουν», ενώ τα βήματα είναι σ’ αυτά του ιδιότυπου της ημιορεινής θεσσαλικής παραλλαγής του συρτού χορού στα τρία, «συρτού» στην τοπική γλώσσα. Μετά θα διασκέδαζαν τόσο στην πλατεία όσο και στα μαγαζιά, στο κέντρο του χωριού, όπου θα συνέχιζαν τη διασκέδαση με όργανα ή με άλλο μέσο ως αργά.
Σήμερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το πανηγύρι πραγματοποιείται, με την ευθύνη του δραστήριου Μορφωτικού Συλλόγου, την παραμονή το βράδυ μετά την τέλεση του εόρτιου εσπερινού ή ανήμερα της εορτής μετά την τέλεση της περιφοράς της εικόνας, της λιτανείας, του υψώματος και του εσπερινού. Προσφέρεται φαγητό, που είναι το πλέον καθιερωμένο σήμερα ως και το οποίο είναι βρασμένο πρόβειο κρέας με μπλουγούρι. Αυτό, βέβαια, γινόταν, παλαιότερα, ακόμη, και πριν την μεταφορά της πανήγυρης τον Μάϊο- όπου φαγητό μετεφέρετο, ακόμη, και στα σπίτια των γερόντων και των αρρώστων της κοινότητας-, όπως προσεφέρετο και στις οικογένειες και τις ομάδες των προσκυνητών και φιλοξενούμενων μέχρι το 1940, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κ. Φωτεινής Νικολάου, το γένος Φιλίππου, και, όπως της έλεγε και διέσωζε ο πατέρας της, Ανδρέας Φιλίππου, το γένος Κουκουλέτσου, ενώ τα τελευταία χρόνια και πριν την ανάληψη της πραγματοποίησης του πανηγυριού από το Μορφωτικό Σύλλογο δεν προσφέρονταν φαγητό, αλλά οι κάτοικοι φιλοξενούσαν τους «παν?γυριώτες», με την παράθεση φαγητού.
Το πανηγύρι είναι αυτό, που ισχυροποιεί τους δεσμούς των μελών της κοινότητας, και γίνεται και σήμερα, αφού και ξενιτεμένοι από τα διάφορα σημεία έρχονται για να πάρουν μέρος στο πανηγύρι, ακόμα, δε και για να βοηθήσουν, με κάθε τρόπο, «καζαντισμένοι» πια εκεί, που κατοικούν. Στο πανηγύρι γίνεται η σύσφιξη των δεσμών των μελών της κοινότητας, εκφράζονται και μεταδίδονται οι αξίες και οι αρχές της κοινότητας, βιώνεται ο ιερός χρόνος της κοινότητας, ενώ εξαγνίζονται, εμ τη συμμετοχή τους, το οποίο και αυτό δρα εξαγνιστικά, αφομοιώνονται και διεισδύουν νέες αρχές και αξίες, εκφράζονται αλλαγές, χωρίς να διασπάται η συνοχή της κοινότητας, πραγματοποιούντο οι γνωριμίες, καθώς είναι μια δυνατότητα και πρώτης τάξης ευκαιρία γνωριμίας των δύο φύλων, όπως, επίσης, γίνεται επίδειξη του ήθους και των αρχών της κοινότητας στις επιμέρους διαδικασίες ενός πανηγυριού, που προσομοιάζει στην τυπολογία με τα πανηγύρια των κοινοτήτων της οροσειράς της Πίνδου.
Οι γυναίκες και οι άνδρες θα χορέψουν τα τραγούδια, που θα αποδώσουν, «φωνητικώς», «με το στόμα», κατά το τοπικό ιδίωμα, και κατά τη μακραίωνη παράδοση, τα τραγούδια αυτά, τα οποία έχουν σχέση με τη ξενιτιά, αφού ο Μάης και η άνοιξη είναι ο μήνας του ξενιτεμού και του αποχωρισμού αλλά και της επιστροφής των ξενιτεμένων από τους χειμερινούς τόπους απασχόλησης, όπως και των πολέμων, πιο και από παλιά, το πρω? έξω από την εκκλησία. Για να τραγουδήσουν και να χορέψουν όλοι μαζί τους στίχους του πασχαλινού και, παράλληλα, «μαϊάτικου» τραγουδιού, γνωστού ως «Ο μισεμός του ξενιτεμένου», των οποίων παρατίθεται ένα μικρό τμήμα τους: « Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη,
τ’ αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου
γιέ μ’, τώρα, τώρα είν? το καλοκαίρι,
καλο-, καλοκαιρ’νέ μ’ αέρα
Τώρα κι ο ξένος βούλεται,
τ’ αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου
γιέ μ’, στον τόπο του να πάει,
καλο-, καλοκαιρ’νέ μ’ αέρα….».
Κωνσταντίνος Δημ. Πεσλής
Ιστορικός – Λαογράφος – Συντηρητής Εργων Τέχνης & Ζωγραφικής, επιστημονικός υπεύθυνος του Μορφωτικού Συλλόγου Ξυνονερίου