Σε εξέλιξη βρίσκεται αυτή την περίοδο η διαβούλευση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που άρχισε τον περασμένο Μάιο, για τη 2η αναθεώρηση των Προσχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών της χώρας σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ).
Η πρόταση της επανεκλεγείσας κυβέρνησης της Ν.Δ., αυτή τη φορά περιλαμβάνει τη μεταφορά υδάτων από τον Άνω Ρου του ποταμού Αχελώου στη Θεσσαλική πεδιάδα, σε αντίθεση με την 1η Αναθεώρηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, από την οποία τα έργα αυτά απουσίαζαν παρά το γεγονός ότι έχουν προχωρήσει σε ποσοστό άνω του 60%. Είναι τοις πάσι γνωστό, πως η ολοκλήρωσή τους αποτελεί διαχρονικό αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των φορέων της Θεσσαλίας. Το γεγονός ότι στην προτεινόμενη 2η αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (Σ.Δ.Λ.Α.Π.), εμμέσως πλην σαφώς, επαναχαράσσεται η συγκεκριμένη κατεύθυνση, είναι φυσικά μια πολύ θετική εξέλιξη η οποία πιστεύω ότι θα αποτυπωθεί και στην τελική επικύρωση των νέων Σ.Δ.Λ.Α.Π.. Εξάλλου, το υδατικό ισοζύγιο στην περιφέρειά μας είναι αποδεδειγμένα άκρως ελλειμματικό, λόγω της εκτεταμένης χρήσης νερού για τη γεωργία όπως τονίστηκε για άλλη μια φορά σε σημαντική ημερίδα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, της ΠΕΔ και του ΓΕΩΤΕΕ Θεσσαλίας, τον περασμένο Μάρτιο στη Λάρισα.
Συγκεκριμένα, σε σχέση με την προηγουμένη περίοδο αξιολόγησης (Σ.Δ.Λ.Α.Π. 2017) καταγράφεται αύξηση της συνολικής ζήτησης νερού, από 1.425 εκατ. κ. μ. νερού (Σ.Δ.Λ.Α.Π. 2017), σε 1.531 εκατ. κ. μ. αντίστοιχα σήμερα. Κι’ αυτό διότι η κάλυψη της ζήτησης αρδευτικού νερού γίνεται με μη βιώσιμο τρόπο, αντίθετο με τις αρχές της σχετικής οδηγίας για τα νερά, τόσο όσον αφορά στα υπόγεια ύδατα αλλά και στα επιφανειακά οικοσυστήματα. Εάν λάβουμε υπόψη πως η ασφαλής ποσότητα διαθέσιμων υδάτων ανέρχεται σε 220 εκατ. κ. μ. ετησίως, η ποσότητα βιώσιμης απόληψης υπογείων υδάτων σε 620 εκατ. κ.μ. και η αντίστοιχη απόληψη από επιφανειακά σε 180 εκατ. κ. μ., τότε, το ποσοτικό έλλειμμα στη Θεσσαλία διαμορφώνεται στα 511 εκατ. κ. μ. νερού ετησίως.
Με βάση τους άκρως ανησυχητικούς επιστημονικούς υπολογισμούς, τα έργα στον Αχελώο θα έπρεπε να είχαν τελειώσει… χθες(!) και να έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία για τον μετριασμό του τεράστιου υδατικού ελλείμματος. Δυστυχώς, για διαφόρους λόγους που δεν είναι της παρούσας να αναλύσουμε, αυτό δεν έγινε… Η ελπίδα όμως «πεθαίνει τελευταία» και η κυβερνητική πρόταση για τα νέα Σ.Δ.Λ.Α.Π. την έχει «αναζωπυρώσει».
Το ζήτημα της ολοκλήρωσης των έργων μεταφοράς νερού από τον Αχελώο έχει απασχολήσει πολλά χρόνια το Δήμο Μουζακίου ως άμεσα εμπλεκόμενο και ωφελούμενο, αφού σε αυτά περιλαμβάνονταν εξ’ αρχής η κατασκευή Φράγματος στο φαράγγι του ποταμού Παμίσου, περίπου ένα χιλιόμετρο νότια της πόλης του Μουζακίου. Πρόκειται για το τελικό από την αλυσίδα των συνοδών έργων της μερικής μεταφοράς νερών του Αχελώου στη Θεσσαλία.
Τη δεύτερη ημέρα μετά την πρωτοφανή καταστροφή του κυκλώνα «Ιανού» στο Νομό Καρδίτσας, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε επιτόπια επίσκεψή του, δεσμεύτηκε για τη μελετητική ωρίμανση αυτού του μεγάλου έργου. Όπως πληροφορηθήκαμε πρόσφατα, η διαδικασία βρίσκεται στο τελικό στάδιο από το Υπουργείο Υποδομών. Όμως, το υδατικό έλλειμμα συνεχώς αυξάνεται στον τόπο μας και το νερό τα τελευταία χρόνια έγινε δυσεύρετο, όχι πλέον μόνο για άρδευση καλλιεργειών, μα και για την ύδρευση των νοικοκυριών ιδιαίτερα στις τοπικές κοινότητες. Είναι αδήριτη ανάγκη πια να ενταθούν στο έπακρο οι ρυθμοί με τους οποίους εκπονούνται οι μελέτες του Φράγματος Μουζακίου, ώστε να εισέλθουμε γρήγορα στο στάδιο της χρηματοδότησης και υλοποίησης, με «οδηγό» ενδεχομένως τα επενδυτικά, κατασκευαστικά και λειτουργικά πρότυπα του φιλόδοξου προγράμματος «Ύδωρ 2.0».
Άλλωστε, το Φράγμα Μουζακίου μπορεί να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει ως αυτόνομο έργο ανεξάρτητα από τη μεταφορά υδάτων του Αχελώου, αρκεί η κεντρική διοίκηση να πάρει επιτέλους τις απαιτούμενες αποφάσεις και να οριστικοποιήσει το μέγεθος και τις επιχειρησιακές προδιαγραφές – δυνατότητες που θα το χαρακτηρίζουν.
Σημειώνω ότι, εάν δεν έβρεχε φέτος σχεδόν καθημερινά, τους δυο κρίσιμους καλλιεργητικούς μήνες Μάιο και Ιούνιο στην περιοχή μας, θα δημιουργούνταν ανυπέρβλητα προβλήματα από την έλλειψη νερού αφού είχαμε έναν περίπου άνυδρο και χωρίς χιόνια χειμώνα, με πολύ μειωμένες έως και μηδενικές παροχές στα ποτάμια και ειδικά στους Ταμιευτήρες Ταυρωπού (Λίμνη Πλαστήρα) και Σμοκόβου. Υπήρξαν βέβαια ζημιές από τις βροχοπτώσεις και αρκετοί παραγωγοί αναγκάστηκαν να σπείρουν ξανά τα χωράφια τους επιβαρυνόμενοι το αυξημένο κόστος της επανακαλλιέργειας. Στην περίπτωση όμως της έλλειψης νερού, η ερημοποίηση του κάμπου θα ήταν αναπόφευκτη με τραγικές συνέπειες στην αγροτική παραγωγή, στην τοπική οικονομία, στη διατροφική αλυσίδα. Επιπλέον, η υπερεκμετάλλευση των πηγών θα επέφερε την ποιοτική υποβάθμιση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων με ότι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία, τη ζωή όλων μας.
Εν κατακλείδι, το Φράγμα Μουζακίου αποτελεί έργο κρίσιμης σημασίας: